Σημειολογία του φραπέ

Είναι απίστευτο, αλλά μετά από τόση προσπάθεια εξελληνισμού
του τούρκικου καφέ, αυθεντικά ελληνικός αποδεικνύεται ένας
καφές με γαλλικό όνομα: «φραπέ» σημαίνει βέβαια
«χτυπημένος», άλλα αν το ζητήσεις από παριζιάνο καφετζή θα
γελάσει. Xτύπημα, στα γαλλικά, δεν σημαίνει και ανάδευση. 

Τι σημασία έχει, όμως, όταν το όνομα είναι τόσο μεγαλοφυώς
τσαχπίνικο... Δισύλλαβο, εύφωνο, παραπέμπει στη φράπα, στο
αφράτο, ακόμα και στο κρύο (φρέντο)! 

Θεσσαλονίκη 1957. 

Στο ξεκίνημά του, ο φραπέ δεν ήταν και κανένας καφές της
προκοπής-μπαρουτώδης, χωρίς άρωμα, τον έσωζε μόνο η
δροσιά του. Σύντομα βρέθηκε ότι λίγο νερό, καφές και ζάχαρη
σε μίξερ έδιναν πλούσια, ελώδη κρέμα, αντί για την κριθαρένια
σαπουνάδα του σέικερ. 

Εφευρέτης του φραπέ, ο Δημήτριος Βακόνδιος είναι σήμερα 87
ετών, κι ακόμα δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πώς ένα τυχαίο
πείραμα οδήγησε στην ανακάλυψή του: 

«Στην έκθεση Θεσσαλονίκης το 1957, δούλευα στο περίπτερο
της Νεστλέ. Λέω, δεν φτιάχνω έναν κρύο νεσκαφέ στο σέικερ
που προορίζεται για το κακάο, να δω τι θα βγει; Μου λέρωσε
το κοστούμι, αλλά έτσι γεννήθηκε ο φραπέ! Από την αρχή ο
κόσμος τον είδε σαν αναψυκτικό. Λέγανε: η μπίρα είναι μισό
ποτήρι αφρός και κοστίζει 8 δραχμές. Αυτός ο καφές είναι
επίσης μισός αφρός, αλλά κοστίζει 7 δραχμές. Οπότε...» 

Οι υπάλληλοι της Νεστλέ της εποχής εκείνης αναφέρονται με
τόση νοσταλγία στον επαναστατικό καφέ, που νομίζεις ότι
μιλούν για τις συνταγές της γιαγιάς τους. 

Ο αλύπητα σβουριγμένος φραπέ που πίνουμε σήμερα είναι
«αξεπέραστος», όπως πιστοποίησε ακόμα και ο διευθυντής της
Μοντ Ντιπλοματίκ, Ιγνάσιο Ραμονέ. Φανταστείτε να λαχταράει
έναν φραπέ από το Παρίσι ο κύριος Ραμονέ, και ο Λάκης
Λαζόπουλος στην Αθήνα να μην καταδέχεται να τον αγγίξει! 

«Μια ενοχή την αισθάνομαι, αλλά σταμάτησα να πίνω για
λόγους υγείας. Οταν έδινα εξετάσεις για το πανεπιστήμιο με
45 βαθμούς το καλοκαίρι του '74, έπινα τουλάχιστο δέκα
φραπέδες την ημέρα κι επειδή ζαλιζόμουν από το διάβασμα
στον ήλιο κατέβαζα και ασπιρίνες. Μετά τις εξετάσεις έπαθα
την πρώτη μου γαστρορραγία». 

Συμπέρασμα πρώτο, λοιπόν, ο φραπέ έχει σχέση με το κλίμα:
«Προφανώς» συμφωνεί ο Λαζόπουλος. «Στο Λονδίνο, που είναι
ολόκληροι σαν παγάκια, πώς να πιουν και κάτι με παγάκια;
Επειτα παίζουν ρόλο οι συνήθειες. Στο Κάιρο μπορεί να σκάει ο
τζίτζικας, αλλά πίνουν αργιλέ, δεν γίνεται να ρουφάς μια το
καλαμάκι, μια το σωληνάκι». 

Ο δαιμόνιος φραπέ κατάφερε να διαδοθεί μόνο στην Ταϊλάνδη
και στη Μαλαισία, και εκεί περιορισμένα. Σε καφενείο της
Χαϊδελβέργης βρίσκεται φραπές που μεταλαμπάδευσε ένας
έλληνας μπάρμαν, είναι όμως εξαίρεση. Ακόμα και στην
Ισπανία, παρ' ό,τι λανσαρίστηκε επίσημα από τη Νεστλέ, ο
λαχταριστός αφρός του μαράθηκε. 

«Οι Ελληνες έχουν την τάση να μακραίνουν το καλοκαίρι και
αυτό ψυχολογικά τους οδηγεί στο φραπέ» εκτιμά ο Λαζόπουλος.
Φανταστείτε ότι μόνο το Φεβρουάριο καταφέρνουν
συνασπισμένοι οι ζεστοί καφέδες να τον ξεπεράσουν. Με οκτώ
στους δέκα να πίνουν αλλεπάλληλους φραπέδες τη μισή χρονιά,
είναι φυσικό η αγορά μόνο του πρώτου σε πωλήσεις Νεσκαφέ
να είναι 4.700 τόνοι! 

«Νομίζω ότι ο φραπές είναι μια αφορμή» λέει ο Λαζόπουλος.
«Αφορμή για κουβέντα, για το γέλιο, που θέλει τον χρόνο του
να θεριέψει στην παρέα, για το φλερτ, που διαρκεί επίσης.
Γίνεται να φλερτάρεις με εσπρέσο; Είναι ακόμα αφορμή να
μαζευτούν οι φίλοι. Γι' αυτό πίνουν φραπέδες και τη νύχτα οι
νέοι. Κάποιοι διαβάζουν, άλλοι προετοιμάζονται για ξενύχτι και
προσπαθούν ν' αποφασίσουν πού θα πάνε. Αυτό είναι ένα από
τα μεγαλύτερα προβλήματα των Ελλήνων. Ισως το μάκρεμα του
καφέ να δείχνει και πόσο πιο αναποφάσιστοι έχουμε γίνει!» 

Tο καλαμάκι 

Στις πλατείες φυτρώνουν ακόμη δάση από καλαμάκια.
Αμέτρητα χέρια σβουρίζουν μία το καλαμάκι, μία το κινητό. «Το
καλαμάκι έχει τη δική του σημειολογία. Καταλαβαίνεις πολλά
για τη σκέψη ενός ανθρώπου από το πώς το παιδεύει»
παρατηρεί ο Λαζόπουλος. 

«Η αμηχανία πάντα μεταφέρεται στα άκρα, ακόμα και στο
θέατρο. Δεν ξέρω τι να κάνω τα χέρια μου- λεν μερικοί
ηθοποιοί. Ο ελληνικός καφές δεν βοηθά στην ανησυχία.
Αλλαξαν οι καιροί και μαζί ο καφές. Ο φραπές ξεκίνησε σαν
καφές της νέας γενιάς, εξ ου και το αμερικάνικο σχήμα του. Οι
νέοι δεν μπορούσαν να αρκεστούν σε μικρά πράγματα. Επρεπε
όλα να αποπνέουν ευρωστία. Ο ελληνικός θύμιζε γέρους στα
καφενεία, δεν είχε αισιοδοξία. Ο φραπές σηματοδοτεί την
ανεμελιά. Γι' αυτό δεν θα βγάλουν ποτέ φραπέ σε κηδεία. Είναι
το ρόφημα της χαράς. Ωστόσο, βλέπω πολύ συχνά φραπέ στα
νεκροταφεία: οι βρύσες για να καθαρίζουν τα μνήματα
βολεύουν». 

Πασπαρτού 

Τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, ο φραπέ έχει ξεφύγει
από το στερεότυπο του σιχτίρ καφέ του ταξιτζή. Εγινε είδος
περιπτέρου (28 τόνοι πωλήσεων για τα σετ με σεϊκεράκι),
σίριαλ («Κατάσταση φραπέ»), γέννησε νέες εκφράσεις. «Το
συνδέουμε με τη μαλακία» εξηγεί ο Λαζόπουλος: «Μη λες
φραπέδες, σταμάτα να φραπεδιάζεις, είναι φραπές ο τύπος!» 

Εγινε πασπαρτού ρόφημα, από αναψυκτικό μέχρι ποτό. Η
Μάξουελ λάνσαρε το φραπέ με Μπέιλις, οι καφετέριες
πρόσθεσαν λικέρ Καλούα, ακόμα και το σοφιστικέ περιοδικό
γαστρονομίας «Ευ» πρότεινε τον φραπέ με ούζο! Ο φραπέ
εκσυγχρονίζεται αλλά μαζί χάνεται και ο κιτς τύπος του
φραπεδόβιου Ελληνα, που ύμνησε κάποτε ο Χάρρυ Κλυνν. 

«Ο φραπές έγινε κατεστημένο» διαπιστώνει ο Λαζόπουλος.
«Στους Μήτσους αν έβαζα φραπέ, θα ήταν για τον Σκαραβαίο
στο ταξί. Στον Τζίμη δεν πάει, είναι περισσότερο της κόκα
κόλας, άντε του κρύου καπουτσίνο. Ο άλλος Τζίμης, στην
Καρδίτσα, θα έπινε φραπέ, και θα είχαν διαμάχη. Ισως θα
έπρεπε να πίνει και ο γύφτος. Κακώς δεν το έβαλα,
φαντάζεσαι δελτίο ειδήσεων με φραπέ;» 

Η μόνη που αντιστέκεται στον φραπέ είναι η ζωντανή
τηλεόραση. Μόνον ο φουκαράς ο Λεβέντης τον έπινε για να
μένει ξύπνιος, σαν να μπήκε με το ταξί στο στούντιο. 

Ο διασημότερος 

«Ο Λεβέντης δυστυχώς είναι τόσο φραπές σαν άνθρωπος από
μόνος του, έχει αυτή την αφηρημένη φάτσα, που δεν θα
μπορούσες να τον δεις να πίνει κάτι άλλο» σχολιάζει ο
Λαζόπουλος. 

Υπάρχουν ακόμα φραπεδικά κόμπλεξ που εκφράζονται
ποικιλοτρόπως. Για παράδειγμα στις καφεπιτσερίες, όπου το
ποτήρι καμουφλάρεται με «τσίγκο φορζέ» ποτηροδόχο, που με
το χερουλάκι του θύμιζε κηροπήγιο! «Οταν θες να δώσεις
πρεστίζ σε κάτι που αισθάνεσαι ότι έχει γίνει λαϊκό είδος, του
αλλάζεις τη συσκευασία» επισημαίνει ο Λαζόπουλος. 

«Το βλέπουμε σε κάτι αποτυχημένες ταβέρνες στην εθνική: το
κατάστημα λειτουργεί υπό νέα διεύθυνση, γράφουν, ενώ είναι η
ίδια. Μου θυμίζει επίσης τα καλά εστιατόρια όπου σου έρχεται
ένα φιλέτο σαν όλα τα άλλα, σ' ένα τεράστιο πιάτο, που έχει κι
ένα κουνουπίδι παραπονεμένο στη γωνία, σαν να έχει πάρει
διαζύγιο!» 

n Σε εξωραϊστικό ποτηροδόχο σερβίρει και ο «Λέντζος» της
πλατείας Παγκρατίου, τον πιο διάσημο φραπέ του κόσμου. Το
ένδοξο μαγαζί έχει παρακμάσει, αλλά ο κύριος Λέντζος
εξακολουθεί να κρατά μυστική τη συνταγή. 

Και τι δεν λέγεται για τον φραπέ του: ότι βάζει αβγό, μπέικιν
πάουντερ ή κρέμα γάλακτος (το πιθανότερο) για να πετύχει το
πλούσιο μείγμα. 

«Από το 1965 που άνοιξα, μέχρι το 1971, έφτιαχνα τον φραπέ
στο σέικερ. Τότε είναι που αγόρασα το πιο δυνατό μίξερ
Μπράουν και τελειοποίησα τη συνταγή του καλού φραπέ. Το
ίδιο μίξερ έχουν και άλλα μαγαζιά, αλλά τσιγκουνεύονται τη
δόση. 

»Στη χονδρική συσκευασία νεσκαφέ των 2,5 κιλών που
αγοράζουν όλες οι καφετέριες, η εφορία υπολογίζει ότι
αντιστοιχούν 1.000 δόσεις καφέ. Εγώ δεν βγάζω ούτε 400!
Ετοιμάζω ένα γλυκό μείγμα και για τον μέτριο προσθέτω έξτρα
καφέ από πάνω. Οι πελάτες ζητάνε τον έξτρα καφέ, γι' αυτό
τους πιάνει και το στομάχι τους!» 

«Ακούω μερικές φορές ότι το τάδε μαγαζί φτιάχνει
καταπληκτικό φραπέ» λέει ο Λαζόπουλος. «Εκφράζει την
ανάγκη διαφοροποίησης του Ελληνα: Εχεις φάει μυδοπίλαφο
στον τάδε; Οχι; Ε, δεν έχεις φάει τίποτα! Εκεί θα πας να φας,
και μετά θα 'ρθεις να μου πεις!Σ» 

Ο αστυνομικός 

Το καλοκαίρι ο Λέντζος έκλεισε για τρεις μήνες και έγινε το
μόνο καφενείο στον κόσμο που είχε πελατεία, ενώ δεν
λειτουργούσε: «Οι πελάτες μου κάθονταν έξω, με αναψυκτικά
από το περίπτερο, και περίμεναν να ξανανοίξω»! 

Καλύτερος πελάτης του Λέντζου είναι ένας αστυνομικός που
πίνει 4 μέτριους σε δύο ώρες. Αρνητικό ρεκόρ έχει ένας
20χρονος χασομέρης που ήπιε μια φορά τον φραπέ του σε 8
ώρες. Ο κύριος Λέντζος, πάλι, δεν πίνει τον δικό του καφέ!
«Μόνο εσπρεσάκια». 

Ο Λαζόπουλος είναι βέβαιος ότι ο φραπέ δεν θα χάσει ποτέ τη
δημοτικότητά του, γιατί είναι το επίσημο ρόφημα του ελληνικού
καλοκαιριού, και δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο στη μαζική
ψυχολογία του Ελληνα από το θέρος. Είναι αλήθεια ότι ο κρύος
καπουτσίνο κερδίζει συνεχώς πόντους. 

Μάλιστα το Ντα Κάπο στο Κολωνάκι που φτιάχνει τον
διασημότερο καπουτσίνο, είναι το μόνο καφενείο στην Ελλάδα
που τολμά να μη σερβίρει φραπέ. Ομως, όταν μαθαίνει κανείς
ότι στο Μπουρνάζι μια καφετέρια μπορεί να σερβίρει ώς και
1.500 φραπέδες καθ' εκάστην, εύκολα καταλαβαίνει ότι ακόμα
και ο κρύος καπουτσίνο δεν είναι για τον Ελληνα παρά ένας
ευρωπαϊκός φραπέ, ή απλώς ένας «μοντέρνος» φραπέ. 

Οσο κι αν ακούγεται τρελό, ο φραπέ έγινε κλασικός: Το 1990
μπήκαμε στη δεύτερη γενιά του καφέ του Nεοέλληνα. Δεν ήταν
είδος πρώτης ελληνικής ανάγκης ένα μακρόσυρτο ρόφημα;
Χωρίς αμφιβολία, αν δεν είχαμε τον φραπέ, θα έπρεπε να τον
εφεύρουμε.